αλόγιαστος

αλόγιαστος
-η, -ο
ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος
2. απρόβλεπτος, αναπάντεχος
3. ανυπολόγιστος, αμέτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λογιαστός < λογιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλόγιαστος — η, ο επίρρ. α 1. απερίσκεπτος: Αλόγιαστος όπως ήταν, μπορούσε να κάμει όσα έλεγε. 2. ανυπολόγιστος, αυτός που δεν τον υπολογίζουν: Για μια τέτοια δουλειά εκείνος ήταν αλόγιαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”